- ἐρυθράδιον
- ἐρυθράδιον, τό,A = ἐρυθρόδανον, Sch.Nic.Th.74.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερυθράδιον — ἐρυθράδιον, τὸ (Α) το ερυθρόδανο … Dictionary of Greek
ἐρυθράδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)